σπερματικῆς

σπερματικῆς
σπερματικός
of
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χάλαζα — η, ΝΜΑ το χαλάζι νεοελλ. 1. βοτ. η περιοχή τής βάσης τής σπερματικής βλάστης, όπου ο ιμάντας συνδέεται με τους χιτώνες, και η οποία ταυτίζεται, κατά κανόνα, με την επιφάνεια σύμφυσης τού σπερματικού πυρήνα με τους χιτώνες τής σπερματικής βλάστης… …   Dictionary of Greek

  • ενδοστόμιο — το 1. άνοιγμα που αφήνει η σεκοντίνη στην κορυφή τής σπερματικής βλάστης 2. το σύνολο τών εσωτερικών οδόντων τού περιστομίου τής σποριόκαψας τών βρύων 3. εσωτρικό τμήμα τού σπέρματος στο επίπεδο τής μικροπύλης …   Dictionary of Greek

  • επισπέρμιο — το το περίβλημα τού σπέρματος που προέρχεται από την ανάπτυξη τών περιβλημάτων τής σπερματικής βλάστης …   Dictionary of Greek

  • κιρσοκήλη — Κιρσώδης διεύρυνση των σπερματικών φλεβών στο όσχεο. Παρουσιάζεται κυρίως σε άτομα ηλικίας 17 30 ετών. Η εμφάνιση της κ. οφείλεται στην αύξηση της τροφοδότησης των γεννητικών οργάνων με αίμα και στη δύσκολη απαγωγή του. Αυτό συμβαίνει κυρίως όταν …   Dictionary of Greek

  • μικροπύλη — η 1. βιολ. μικροσκοπική οπή που βρίσκεται στον πρόσθιο πόλο τού ωαρίου τών εντόμων και διά μέσου τής οποίας εισέρχονται τα σπερματοζωάρια διασχίζοντας το χόριο και τό γονιμοποιούν 2. βοτ. μικρό άνοιγμα μεταξύ τών άκρων τών χιτώνων στην κορυφή τής …   Dictionary of Greek

  • πλακουντοποίηση — η, Ν βοτ. τρόπος σύνδεσης μιας σπερματικής βλάστης στο τοίχωμα τής ωοθήκης μέσω τού πλακούντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλακούς, ούντος + ποιώ. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ελληνογενούς ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. placentation < λατ. placenta <… …   Dictionary of Greek

  • σπερματοκύτταρο — και σπερμοκύτταρο, το, Ν 1. (ανατ. βιολ.) κύτταρο τής αρσενικής σπερματικής σειράς που αποτελεί εξελικτική βαθμίδα τής σπερματογένεσης, μεταξύ σπερματογονίων και σπερματίδων 2. βοτ. κύτταρο που μετασχηματίζεται σε σπερματοζωίδίο χωρίς κυτταρική… …   Dictionary of Greek

  • Βάισμαν, Αουγκούστ — (August Weismann, Φρανκφούρτη 1834 – Φράιμπουργκ 1914). Γερμανός βιολόγος. Ο Β. από νεαρή ακόμη ηλικία ασχολήθηκε με τη φυσική ιστορία, συλλέγοντας φυτά και έντομα και εκτρέφοντας κάμπιες. Το μουσείο Φυσικής Ιστορίας Σένκεμπεργκ στη Φρανκφούρτη… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”